γεράματα — τα η γεροντική ηλικία: Φρόντισε να εξασφαλιστεί για τα γεράματά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεράματα — και γερατειά, τα η γεροντική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γηράματα < γηρώ < γηράσκω] … Dictionary of Greek
γεροντάματα — τα τα γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Με συμφυρμό τών γέροντας και γεράματα] … Dictionary of Greek
κακογεράματος — η, ο 1. αυτός που έχει κακογεράσει 2. αυτός που περνά άθλια γηρατειά 3. αυτός τού οποίου τα γεράματα προβλέπονται άσχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γεράματα] … Dictionary of Greek
κακογερνώ — άω και κακογεράζω 1. έχω άσχημα γεράματα, υποφέρω στα γεράματα 2. με το πέρασμα τού χρόνου αποκτώ μορφή άσχημου γέροντα 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κακογερασμένος, η, ο αυτός που γερνά πρόωρα, που ασχημαίνει με το πέρασμα τού χρόνου … Dictionary of Greek
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
κακογερνώ — και κακογεράζω κακογέρασα, κακογερασμένος, περνώ κακά γεράματα, υποφέρω στα γεράματα: Όσοι δεν έχουν παιδιά και λεφτά κακογερνούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τιθωνός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Λαομέδοντα και της Στρυμώς, και αδελφός του Πριάμου. Τον ερωτεύτηκε η Ηώς, η θεά της αυγής, και απέκτησαν μαζί τον Μέμνονα. Η Ηώς παρακάλεσε τον Δία να κάνει τον Τ. αθάνατο, αλλά λησμόνησε να του ζητήσει να του… … Dictionary of Greek
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek
βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… … Dictionary of Greek